- εἰσελθών
- εἰσέρχομαιgo inaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вълѣзти — ВЪЛѢЗ|ТИ (158), ОУ, ЕТЬ гл. 1. Войти: ти тако ѹже акы тать вълѣзъ лѹкавыи. ѹкрадеть ти д҃шьныи домъ. (εἰσελθών) Изб 1076, 116 об.; не бо ѥго видѣ двьрьми излѣзъша ни пакы двьрми вълѣзъша. ЖФП XII, 46б; Самъ же вълѣзъ въ келию Там. же, 62б; и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
вънити — (921), ВЪНИД|ОУ, ЕТЬ гл. 1. Войти: Въходѩште же въ цр҃квь… тако вънидѣмъ. (εἰσέλθωμεν) Изб 1076, 263; и се въниде икономъ ЖФП XII, 44г; въниде ѥдинъ въ кѥлию. (εἴσεισι) ЖФСт XII, 165 об.; и како въ мою полатѹ въниде. ЧудН XII, 67в; аристарха… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
AQUARII vel AQUARIOLI — dicebantur olim ministri Lenonum seu meretricum, qui in domo lenonia meretricibus ad lavandum aquas aggererent, vel eas lavantes aquâ perfunderent, ut mediastini solebant in balneis, quos Graeci περιχύτας aut παραχύτας vocavêre. Spartian. in… … Hofmann J. Lexicon universale
κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
πολύγλωσσος — η, ο, Ν ΜΑ, πολύγλωσσος και πολύγλωττος, ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γλώσσες 2. αυτός που ξέρει και χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες ή διαλέκτους νεοελλ. 1. αυτός που έχει γραφεί σε πολλές γλώσσες («πολύγλωσση επιγραφή») 2. αυτός που αποδίδει, που … Dictionary of Greek
προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… … Dictionary of Greek